συγκαταρρήγνυμι

συγκαταρρήγνυμι
Α
(για τη φωτιά) ξεσπώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καταρρήγνυμι, -μαι «εκδηλώνομαι ξαφνικά, ξεσπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”